- Φαιδρος
- Φαῖδροςὁ Федр (друг Сократа, именем которого назван один из диалогов Платона «о любви»)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαιδρός — bright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαῖδρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
Φαίδρος — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιδρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ακτινοβολεί από χαρά, εύθυμος, χαρωπός, πρόσχαρος: Φαιδρό πρόσωπο. 2. ευτράπελος, αστείος: Φαιδρή ιστορία. 3. αυτός που προκαλεί φαιδρότητα, γελοίος: Φαιδρό υποκείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπαρλάς, Φαίδρος — (Αθήνα 1925 – 1975). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης, γιος του Τάκη Μπαρλά (βλ. λ.). Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορες ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες, γράφοντας, κυρίως, βιβλιοκριτικές. Παράλληλα έγραψε ποιήματα (ανήκει στους ποιητές της… … Dictionary of Greek
φαιδρά — φαιδρός bright neut nom/voc/acc pl φαιδρά̱ , φαιδρός bright fem nom/voc/acc dual φαιδρά̱ , φαιδρός bright fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότερον — φαιδρός bright adverbial comp φαιδρός bright masc acc comp sg φαιδρός bright neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδροτέραις — φαιδρός bright fem dat comp pl φαιδροτέρᾱͅς , φαιδρός bright fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδροτέρων — φαιδρός bright fem gen comp pl φαιδρός bright masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)